- βροχόμετρο(ν)
- το дождемер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βροχόμετρο — Όργανο συλλογής και μέτρησης της ποσότητας της βροχόπτωσης, χρησιμοποιούμενο στα κέντρα μετεωρολογικών παρατηρήσεων. Αποτελείται από ένα κυλινδρικό δοχείο, τοποθετημένο κατακόρυφα στην ύπαιθρο, που καταλήγει προς τα πάνω σε μία ορειχάλκινη… … Dictionary of Greek
βροχόμετρο — το βροχογράφος, βροχοσκόπιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… … Dictionary of Greek
βροχογράφος — ο το βροχόμετρο … Dictionary of Greek
βροχομετρικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τη μέτρηση της βροχής 2. εκείνος που γίνεται με βροχόμετρο … Dictionary of Greek
βροχοσκόπιο — το το βροχόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροχή + σκόπιο*] … Dictionary of Greek
βροχόπτωση — η το ποσό της βροχής του χαλάζιου ή του χιονιού που καταγράφεται από το βροχόμετρο σε μια περιοχή … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
ομβρόμετρο — το βροχόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ombrometer (< όμβρος + μέτρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ] … Dictionary of Greek
υετογράφος — ο, Ν το βροχόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyetograph (< υετός + γράφος*)] … Dictionary of Greek
υετόμετρο — το, Ν το βροχόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyetometer (< υετός «βροχή» + μέτρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στο Γερμανοελληνικόν Λεξικόν τού Joh. Franz] … Dictionary of Greek